Το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να προωθεί διαφανείς και δίκαιες αγορές και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Θα πρέπει να συνάδει με το κράτος δικαίου και να υποστηρίζει την αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή.
Η αποτελεσματική εταιρική διακυβέρνηση απαιτεί ένα υγιές νομικό, κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο στο οποίο θα μπορούν να βασίζονται οι συμμετέχοντες στην αγορά κατά τη σύναψη των ιδιωτικών συμβατικών τους σχέσεων. Με την προώθηση διαφανών και δίκαιων αγορών, το πλαίσιο αυτό διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις αγορές που είναι απαραίτητη για την υποστήριξη της επίτευξης ευρύτερων οικονομικών στόχων. Το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης περιλαμβάνει συνήθως στοιχεία νομοθεσίας, ρύθμισης, κανόνων καταχώρισης, ρυθμίσεων αυτορρύθμισης, συμβατικών δεσμεύσεων, εθελοντικών δεσμεύσεων και επιχειρηματικών πρακτικών που απορρέουν από τις ιδιαίτερες συνθήκες, την ιστορία και την παράδοση μιας χώρας. Ως εκ τούτου, το επιθυμητό μείγμα μεταξύ των στοιχείων αυτών θα διαφέρει από χώρα σε χώρα.
Τα νομοθετικά και κανονιστικά στοιχεία του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης μπορούν να συμπληρωθούν με στοιχεία μη δεσμευτικού δικαίου, όπως κώδικες εταιρικής διακυβέρνησης, οι οποίοι συχνά βασίζονται σε μια αρχή «συμμόρφωσης ή αιτιολόγησης», προκειμένου να παρέχεται ευελιξία και να αντιμετωπίζονται οι ιδιαιτερότητες μεμονωμένων εταιρειών. Ό,τι λειτουργεί καλά σε μια εταιρεία, για έναν επενδυτή ή ένα συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος ενδέχεται να μην ισχύει απαραιτήτως για εταιρείες, επενδυτές και ενδιαφερόμενα μέρη που δραστηριοποιούνται σε άλλο πλαίσιο και υπό διαφορετικές συνθήκες. Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο ενός συγκεκριμένου πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης ενδέχεται να μην είναι αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου ζητήματος διακυβέρνησης σε όλες τις περιπτώσεις. Αντιθέτως, οι μέθοδοι ενθάρρυνσης ή απαίτησης ορθών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων μέσω της προσαρμογής των προσεγγίσεων στις ιδιαίτερες περιστάσεις. Για παράδειγμα, το επιθυμητό αποτέλεσμα της διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής ορισμένων πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα σε αγορές όπου οι θεσμικοί επενδυτές διαδραματίζουν ισχυρό ρόλο στη βελτίωση των εν λόγω πρακτικών σύμφωνα με τις συστάσεις του κώδικα μη δεσμευτικού δικαίου, ενώ στις αγορές όπου οι επενδυτές αναλαμβάνουν πιο παθητικό ρόλο, η ρυθμιστική αρχή μπορεί να επιλέξει να απαιτήσει και να επιβάλει την εφαρμογή ορισμένων προτύπων εταιρικής διακυβέρνησης. Καθώς προκύπτουν νέες εμπειρίες και αλλάζουν οι επιχειρηματικές συνθήκες, οι διάφορες διατάξεις του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να επανεξεταστούν και, όταν χρειάζεται, να προσαρμοστούν.
Οι δικαιοδοσίες που επιδιώκουν την εφαρμογή των Αρχών θα πρέπει να παρακολουθούν το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησής τους με στόχο τη διατήρηση και την ενίσχυση της συμβολής του στην ακεραιότητα της αγοράς, την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές, τις οικονομικές επιδόσεις και τη διαφάνεια και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να εξεταστούν οι αλληλεπιδράσεις και η συμπληρωματικότητα μεταξύ των διαφόρων στοιχείων του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης και η συνολική ικανότητά του να προωθεί δεοντολογικές, υπεύθυνες και διαφανείς πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης. Η ανάλυση αυτή αποτελεί σημαντικό εργαλείο στη διαδικασία ανάπτυξης ενός αποτελεσματικού πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης. Για τον σκοπό αυτό, η αποτελεσματική και έγκαιρη διαβούλευση με το κοινό αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο. Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, αυτό ενδέχεται να πρέπει να συμπληρωθεί με πρωτοβουλίες για την ενημέρωση των εταιρειών και των ενδιαφερόμενων μερών τους σχετικά με τα οφέλη της εφαρμογής ορθών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης.
Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη ενός πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης, οι εθνικοί νομοθέτες και ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να εξετάσουν την ανάγκη και τα αποτελέσματα αποτελεσματικού διεθνούς διαλόγου και συνεργασίας. Εάν οι όροι αυτοί πληρούνται, το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης είναι πιθανότερο να αποφύγει την υπερβολική ρύθμιση, να στηρίξει την άσκηση της επιχειρηματικότητας και να περιορίσει τους κινδύνους επιζήμιων συγκρούσεων συμφερόντων τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και στους δημόσιους οργανισμούς.
I.A. Μεταξύ άλλων, το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να αναπτυχθεί με σκοπό τον αντίκτυπό του στην πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, τις συνολικές οικονομικές επιδόσεις και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα των εταιρειών, την ακεραιότητα της αγοράς και τα κίνητρα που δημιουργεί για τους συμμετέχοντες στην αγορά και την προώθηση διαφανών και εύρυθμων αγορών.
Οι κεφαλαιαγορές διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην παροχή κεφαλαίων στις επιχειρήσεις που τους επιτρέπουν να καινοτομούν και να στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς και να διαφοροποιούν αποτελεσματικά τις πηγές χρηματοδότησής τους. Η χρηματοδότηση ιδίων κεφαλαίων και ομολόγων στηρίζει επίσης την ανθεκτικότητα των εταιρειών ώστε να υπερβούν τις προσωρινές περιόδους ύφεσης, εκπληρώνοντας παράλληλα τις υποχρεώσεις τους έναντι του εργατικού δυναμικού, των πιστωτών και των προμηθευτών. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης μπορεί να ενθαρρύνει και να επηρεάσει την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση που βασίζεται στην αγορά.
Η εταιρική μορφή οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας χρησιμεύει ως ισχυρή δύναμη για την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, το κανονιστικό και νομικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι εταιρείες έχει καίρια σημασία για τα συνολικά οικονομικά αποτελέσματα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν επίσης την ευθύνη να θέσουν σε εφαρμογή ένα πλαίσιο ικανό να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, διευκολύνοντας την ανάπτυξη νέων ευκαιριών για τη δημιουργία αξίας και να καθορίσουν την αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων. Ως εκ τούτου, κατά περίπτωση, τα πλαίσια εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να επιτρέπουν την αναλογικότητα, ιδίως όσον αφορά το μέγεθος των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών. Άλλοι παράγοντες που ενδέχεται να απαιτούν ευελιξία είναι η δομή ιδιοκτησίας και ελέγχου της εταιρείας, η γεωγραφική παρουσία, οι τομείς δραστηριότητας και το στάδιο ανάπτυξης της εταιρείας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εξακολουθήσουν να επικεντρώνονται στα τελικά οικονομικά αποτελέσματα και, κατά την εξέταση των επιλογών πολιτικής, θα πρέπει να προβαίνουν σε ανάλυση του αντικτύπου σε βασικές μεταβλητές που επηρεάζουν τη λειτουργία των αγορών, για παράδειγμα όσον αφορά τις δομές κινήτρων, την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτορρύθμισης και την αντιμετώπιση συστημικών συγκρούσεων συμφερόντων. Οι διαφανείς και εύρυθμα λειτουργούσες αγορές εξυπηρετούν την πειθαρχία των συμμετεχόντων στην αγορά και προωθούν την ανάληψη ευθυνών.
I.B. Oι νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις που επηρεάζουν τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να συνάδουν με το κράτος δικαίου, να είναι διαφανείς και εκτελεστές. Οι κώδικες εταιρικής διακυβέρνησης μπορούν να προσφέρουν συμπληρωματικό μηχανισμό για τη στήριξη της ανάπτυξης και της εξέλιξης των βέλτιστων πρακτικών των εταιρειών, υπό την προϋπόθεση ότι το καθεστώς τους ορίζεται δεόντως.
Εάν απαιτούνται νέοι νόμοι και κανονισμοί, για την αντιμετώπιση σαφών περιπτώσεων ατελειών της αγοράς, θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή την αποτελεσματική και ισότιμη εφαρμογή και επιβολή τους, καλύπτοντας όλα τα μέρη. Η διαβούλευση της κυβέρνησης και άλλων ρυθμιστικών αρχών με εταιρείες, τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις τους, τους μετόχους και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για την επίτευξη αυτού του στόχου. Θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν μηχανισμοί για την προστασία των δικαιωμάτων των μερών. Προκειμένου να αποφευχθούν οι υπερβολικές ρυθμίσεις, οι μη εφαρμόσιμοι κανόνες και οι ακούσιες συνέπειες που ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να στρεβλώσουν τη δυναμική των επιχειρήσεων, τα μέτρα πολιτικής θα πρέπει να σχεδιάζονται με γνώμονα το συνολικό κόστος και τα οφέλη τους.
Οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν αποτελεσματικές εξουσίες επιβολής και επιβολής κυρώσεων για την αποτροπή ανέντιμων συμπεριφορών και την πρόβλεψη ορθών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης. Επιπλέον, η επιβολή μπορεί επίσης να επιδιωχθεί μέσω ιδιωτικής δράσης, και η αποτελεσματική ισορροπία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής επιβολής θα ποικίλλει ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε δικαιοδοσίας.
Οι στόχοι εταιρικής διακυβέρνησης διατυπώνονται επίσης σε κώδικες και πρότυπα που δεν έχουν γενικά καθεστώς νόμου ή κανονισμού. Οι ορθές πρακτικές που συνιστώνται στους εν λόγω κώδικες ενθαρρύνονται συνήθως μέσω μηχανισμών γνωστοποίησης «συμμόρφωση ή αιτιολόγηση» ή άλλων παραλλαγών, όπως «εφαρμογή και/ή επεξήγηση». Μολονότι οι κώδικες αυτοί μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των ρυθμίσεων και των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης, ενδέχεται να αφήνουν τους μετόχους και τα ενδιαφερόμενα μέρη σε αβεβαιότητα όσον αφορά το καθεστώς και την εφαρμογή τους. Όταν οι κώδικες και οι αρχές χρησιμοποιούνται ως εθνικό πρότυπο ή ως συμπλήρωμα νομικών ή κανονιστικών διατάξεων, η αξιοπιστία της αγοράς απαιτεί να προσδιορίζεται σαφώς το καθεστώς τους όσον αφορά την κάλυψη, την εφαρμογή, τη συμμόρφωση και τις κυρώσεις.
I.Γ. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων αρχών και των αυτορρυθμιζόμενων φορέων θα πρέπει να είναι σαφώς διαρθρωμένη και σχεδιασμένη έτσι ώστε να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Οι απαιτήσεις και οι πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης επηρεάζονται συνήθως από διάφορους νομικούς τομείς, όπως το εταιρικό δίκαιο, η ρύθμιση των κινητών αξιών, τα λογιστικά και ελεγκτικά πρότυπα, οι κανόνες εισαγωγής στο χρηματιστήριο, το πτωχευτικό δίκαιο, το δίκαιο των συμβάσεων, το εργατικό δίκαιο, το φορολογικό δίκαιο, καθώς και δυνητικά το διεθνές δίκαιο. Οι πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης μεμονωμένων εταιρειών επηρεάζονται επίσης συχνά από τη νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον, και όλο και περισσότερο από νόμους που σχετίζονται με την ψηφιακή ασφάλεια, την ιδιωτικότητα των δεδομένων και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, υπάρχει κίνδυνος η ποικιλία των νομικών επιρροών να προκαλέσει ακούσιες επικαλύψεις, ακόμη και συγκρούσεις, οι οποίες ενδέχεται να υπονομεύσουν την ικανότητα επίτευξης βασικών στόχων εταιρικής διακυβέρνησης. Είναι σημαντικό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να γνωρίζουν αυτόν τον κίνδυνο και να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση ενός συνεκτικού και σταθερού θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου. Η αποτελεσματική επιβολή απαιτεί επίσης τον σαφή καθορισμό και την επισημοποίηση της κατανομής αρμοδιοτήτων για την εποπτεία, την εφαρμογή και την επιβολή μεταξύ των διαφόρων αρχών, ώστε να γίνονται σεβαστές και να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικότερα οι αρμοδιότητες των συμπληρωματικών φορέων και οργανισμών. Οι δυνητικά αντικρουόμενοι στόχοι, για παράδειγμα όταν το ίδιο ίδρυμα είναι επιφορτισμένο με την προσέλκυση επιχειρήσεων και την επιβολή κυρώσεων σε παραβιάσεις, θα πρέπει να αποφεύγονται ή να αντιμετωπίζονται μέσω σαφών διατάξεων διακυβέρνησης. Οι αλληλεπικαλυπτόμενοι και ίσως αντιφατικοί κανονισμοί μεταξύ δικαιοδοσιών αποτελούν επίσης ζήτημα που θα πρέπει να παρακολουθείται ώστε να αποφεύγεται το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να μην επιτρέπεται η ανάπτυξη κανονιστικού κενού (δηλαδή ζητήματα για τα οποία καμία αρχή δεν έχει ρητή ευθύνη), καθώς και να ελαχιστοποιηθεί το κόστος συμμόρφωσης με πολλαπλά συστήματα.
Όταν οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες ή η εποπτεία ανατίθενται σε μη δημόσιους φορείς, ιδίως σε χρηματιστήρια αξιών, είναι σκόπιμο να αξιολογείται ρητά γιατί και υπό ποιές συνθήκες είναι επιθυμητή η εν λόγω ανάθεση. Επιπλέον, η δημόσια αρχή θα πρέπει να διατηρεί αποτελεσματικές διασφαλίσεις για να διασφαλίζει ότι η εξουσιοδοτημένη αρχή εφαρμόζεται δίκαια, με συνέπεια και σύμφωνα με τον νόμο. Είναι επίσης σημαντικό η δομή διακυβέρνησης κάθε τέτοιου κατ’ εξουσιοδότηση ιδρύματος να είναι διαφανής και να περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων διασφαλίσεων για την αντιμετώπιση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων.
I.Δ. Η ρύθμιση των χρηματιστηριακών αγορών θα πρέπει να στηρίζει την αποτελεσματική εταιρική διακυβέρνηση.
Οι χρηματιστηριακές αγορές μπορούν να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στην ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης με τη θέσπιση και την επιβολή απαιτήσεων που προωθούν την αποτελεσματική εταιρική διακυβέρνηση από τους εισηγμένους εκδότες τους. Επίσης, οι χρηματιστηριακές αγορές παρέχουν διευκολύνσεις μέσω των οποίων οι επενδυτές μπορούν να εκδηλώσουν ενδιαφέρον ή δυσαρέσκεια για τη διακυβέρνηση ενός συγκεκριμένου εκδότη, επιτρέποντάς τους να αγοράσουν ή να πωλήσουν τις κινητές αξίες του εκδότη, κατά περίπτωση. Ως εκ τούτου, η ποιότητα των κανόνων των χρηματιστηρίων για την εισαγωγή στο χρηματιστήριο και για τη ρύθμιση των συναλλαγών στις εγκαταστάσεις τους αποτελεί σημαντικό στοιχείο του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης.
Τα παραδοσιακά λεγόμενα «χρηματιστήρια» σήμερα παρουσιάζονται σε διάφορα σχήματα και μορφές. Τα περισσότερα από τα μεγάλα χρηματιστήρια έχουν πλέον ως αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση του κέρδους και οι ίδιες εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες που λειτουργούν σε ανταγωνισμό με άλλα χρηματιστήρια και τόπους διαπραγμάτευσης μεγιστοποιούν τα κέρδη. Ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη δομή της χρηματιστηριακής αγοράς, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αξιολογούν τον κατάλληλο ρόλο των χρηματιστηρίων και των τόπων διαπραγμάτευσης όσον αφορά τον καθορισμό προτύπων, την εποπτεία και την επιβολή των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης. Αυτό απαιτεί ανάλυση του τρόπου με τον οποίο τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά μοντέλα των χρηματιστηρίων επηρεάζουν τα κίνητρα και την ικανότητα εκτέλεσης αυτών των λειτουργιών.
Ι.Ε. Οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές και οι αρχές επιβολής του νόμου θα πρέπει να έχουν την εξουσία, την αυτονομία, την ακεραιότητα, τους πόρους και την ικανότητα να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους με επαγγελματικό και αντικειμενικό τρόπο. Επιπλέον, οι αποφάσεις τους θα πρέπει να είναι έγκαιρες, διαφανείς και να επεξηγούνται πλήρως.
Οι εποπτικές, κανονιστικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες θα πρέπει να ανατίθενται σε φορείς που είναι λειτουργικά ανεξάρτητοι και υπόλογοι κατά την άσκηση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους, διαθέτουν επαρκείς εξουσίες, κατάλληλους πόρους και ικανότητα να εκτελούν τα καθήκοντά τους και να ασκούν τις εξουσίες τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση. Πολλές δικαιοδοσίες έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα της πολιτικής ανεξαρτησίας της εποπτικής αρχής κινητών αξιών μέσω της δημιουργίας επίσημου διοικητικού οργάνου (διοικητικού συμβουλίου, συμβουλίου ή επιτροπής) του οποίου τα μέλη διορίζονται με καθορισμένους όρους. Ορισμένες δικαιοδοσίες κλιμακώνουν επίσης τους διορισμούς και τους καθιστούν ανεξάρτητους από το πολιτικό χρονοδιάγραμμα για την περαιτέρω ενίσχυση της ανεξαρτησίας. Ορισμένες δικαιοδοσίες επιδίωξαν να μειώσουν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων θεσπίζοντας πολιτικές για τον περιορισμό των μετακινήσεων μετά την έξοδο από την υπηρεσία στη βιομηχανία μέσω υποχρεωτικών χρονικών κενών ή περιόδων αναμονής. Οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα των ρυθμιστικών αρχών να προσελκύουν ανώτερα στελέχη με σχετική πείρα. Τα όργανα αυτά θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς συγκρούσεις συμφερόντων και οι αποφάσεις τους θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό ή διοικητικό έλεγχο. Ταυτόχρονα, το εποπτικό προσωπικό θα πρέπει να προστατεύεται επαρκώς από τις δαπάνες που σχετίζονται με την υπεράσπιση των ενεργειών και/ή παραλείψεών του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του καλή τη πίστει.
Για την προστασία από συγκρούσεις συμφερόντων (συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πολιτικής ή επιχειρηματικής παρέμβασης στις διαδικασίες εποπτείας και επιβολής), η επιχειρησιακή ανεξαρτησία μπορεί να ενισχυθεί με την αυτονομία επί των αποφάσεων διαχείρισης του προϋπολογισμού και των ανθρώπινων πόρων. Η αυτονομία αυτή θα πρέπει να συνδυάζεται με υψηλά δεοντολογικά πρότυπα και μηχανισμούς λογοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων έγκαιρων, διαφανών και πλήρως εξηγημένων αποφάσεων που είναι ανοικτές σε δημόσιο και δικαστικό έλεγχο. Όταν αυξάνεται ο αριθμός των εταιρικών γεγονότων και ο όγκος των δημοσιοποιήσεων, οι πόροι των εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών και των αρχών επιβολής της νομοθεσίας ενδέχεται να υφίστανται πιέσεις. Ως εκ τούτου, θα έχουν σημαντική ζήτηση για πλήρως ειδικευμένο προσωπικό για την παροχή αποτελεσματικής εποπτείας και ερευνητικής ικανότητας που θα απαιτήσει επαρκή χρηματοδότηση. Πολλές δικαιοδοσίες επιβάλλουν εισφορές στις εποπτευόμενες οντότητες σε συνδυασμό με την κρατική χρηματοδότηση ή εναλλακτικά προς αυτήν. Αυτό μπορεί να στηρίξει τη μεγαλύτερη οικονομική αυτονομία των κυβερνήσεων όσον αφορά την εκτέλεση των εντολών τους, με παράλληλη διάρθρωση των εν λόγω τελών ώστε να αποφευχθεί η παρεμπόδιση της εποπτικής ανεξαρτησίας από τους ρυθμιζόμενους συμμετέχοντες στον κλάδο και η παροχή επαρκούς διαφάνειας όσον αφορά τα κριτήρια που εγκρίνονται για τον καθορισμό των τελών. Η ικανότητα προσέλκυσης προσωπικού με ανταγωνιστικούς όρους είναι επίσης σημαντική για τη βελτίωση της ποιότητας και της ανεξαρτησίας της εποπτείας και της επιβολής.
I.ΣΤ. Οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να ενισχύσουν την εποπτεία και την εφαρμογή των απαιτήσεων εταιρικής διακυβέρνησης, αλλά οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να δίνουν τη δέουσα προσοχή στη διαχείριση των συναφών κινδύνων.
Πολλές δικαιοδοσίες χρησιμοποιούν ψηφιακές τεχνολογίες για την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών εποπτείας και επιβολής που σχετίζονται με την εταιρική διακυβέρνηση, με οφέλη, για παράδειγμα, για την ακεραιότητα της αγοράς. Μπορούν επίσης να ελαφρύνουν τον κανονιστικό φόρτο για τις ρυθμιζόμενες οντότητες, οι οποίες μπορεί να χρησιμοποιούν ψηφιακά εργαλεία για τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης και την ενίσχυση των ικανοτήτων διαχείρισης κινδύνων. Οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν ώστε η κανονιστική συμμόρφωση να καταστεί λιγότερο επαχθής για τις εταιρείες, με σκοπό τη διατήρηση της αυστηρότητας και του πεδίου εφαρμογής της ρύθμισης της εταιρικής διακυβέρνησης και της δημοσιοποίησης εταιρικών πληροφοριών μέσω βελτιώσεων στη λειτουργία του υφιστάμενου πλαισίου.
Η υιοθέτηση ψηφιακών λύσεων στις ρυθμιστικές και εποπτικές διαδικασίες συνεπάγεται επίσης προκλήσεις και κινδύνους. Σημαντικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τη διασφάλιση της ποιότητας των δεδομένων· διασφάλιση ότι το προσωπικό διαθέτει την κατάλληλη τεχνική επάρκεια· εξέταση της διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων κατά την ανάπτυξη μορφοτύπων υποβολής εκθέσεων· και διαχείριση των εξαρτήσεων από τρίτους και των κινδύνων για την ψηφιακή ασφάλεια. Όταν η τεχνητή νοημοσύνη και η αλγοριθμική λήψη αποφάσεων χρησιμοποιούνται στις εποπτικές διαδικασίες, είναι ζωτικής σημασίας να διατηρηθεί ένα ανθρώπινο στοιχείο για τον μετριασμό των κινδύνων ενσωμάτωσης υφιστάμενων προκαταλήψεων στα αλγοριθμικά μοντέλα και των κινδύνων από την υπερβολική εξάρτηση από μοντέλα και ψηφιακές τεχνολογίες.
Ταυτόχρονα, οι ρυθμιστικές αρχές στις περισσότερες δικαιοδοσίες αξιοποιούν την αξία μιας τεχνολογικά ουδέτερης προσέγγισης που δεν αποθαρρύνει την καινοτομία και την υιοθέτηση εναλλακτικών τεχνολογικών λύσεων. Καθώς οι τεχνολογίες εξελίσσονται και μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης, το κανονιστικό πλαίσιο ενδέχεται να απαιτεί επανεξέταση και προσαρμογές για τη διευκόλυνση της χρήσης τους.
I.Ζ. Η διασυνοριακή συνεργασία θα πρέπει να ενισχυθεί, μεταξύ άλλων, μέσω διμερών και πολυμερών ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών.
Τα υψηλά επίπεδα διασυνοριακής ιδιοκτησίας και εμπορίου απαιτούν ισχυρή διεθνή συνεργασία μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών, μεταξύ άλλων μέσω διμερών και πολυμερών ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών ή κοινών εποπτικών δράσεων. Η διεθνής συνεργασία αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για την εταιρική διακυβέρνηση, ιδίως όταν εταιρείες ή όμιλοι εταιρειών δραστηριοποιούνται σε πολλές δικαιοδοσίες μέσω τόσο εισηγμένων όσο και μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο οντοτήτων, και επιδιώκουν πολλαπλές χρηματιστηριακές καταχωρίσεις σε χρηματιστήρια σε διαφορετικές δικαιοδοσίες.
I.Η. Σαφή ρυθμιστικά πλαίσια θα πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εποπτεία των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών εντός ομίλων εταιρειών.
Οι καλά διαχειριζόμενοι όμιλοι εταιρειών που λειτουργούν βάσει κατάλληλων πλαισίων εταιρικής διακυβέρνησης μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη οφελών με βάση οικονομίες κλίμακας, συνέργειες και άλλες βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι όμιλοι εταιρειών ενδέχεται να συνδέονται με κινδύνους άνισης μεταχείρισης των μετόχων και των ενδιαφερόμενων μερών. Ως εκ τούτου, η επικράτηση ομίλων εταιρειών σε πολλές δικαιοδοσίες έχει αυξήσει την ανάγκη οι ρυθμιστικές αρχές να διασφαλίζουν ότι το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης παρέχει μέσα για την αποτελεσματική παρακολούθησή τους. Εάν όχι, οι εκτεταμένες και πολύπλοκες δομές των ομίλων εταιρειών ενδέχεται να ενέχουν κινδύνους για τους μετόχους και τα ενδιαφερόμενα μέρη μητρικών ή θυγατρικών εταιρειών εισηγμένων στο χρηματιστήριο εντός των δομών του ομίλου, μεταξύ άλλων μέσω καταχρηστικών συναλλαγών συνδεδεμένων μερών. Ορισμένες εταιρείες του ομίλου μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά κεφαλαίων εντός του ομίλου στο πλαίσιο των στρατηγικών φορολογικού σχεδιασμού του ομίλου ή να χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαια για αμοιβές διοικητικών συμβουλίων/διευθυντικών στελεχών ή για πληρωμές μερισμάτων.
Οι όμιλοι εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς και σε διασυνοριακό επίπεδο απαιτούν συνεργασία μεταξύ των εγχώριων ρυθμιστικών αρχών και μεταξύ δικαιοδοσιών για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της συνέπειας της ρυθμιστικής εποπτείας. Οι προσπάθειες αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες των ομίλων εταιρειών για σκοπούς εποπτείας και επιβολής. Για τον σκοπό αυτό, οι δικαιοδοσίες ενθαρρύνονται να αναπτύξουν έναν πρακτικό ορισμό και κριτήρια για την εποπτεία των ομίλων εταιρειών, εστιάζοντας, μεταξύ άλλων, σε πτυχές όπως η σχέση ελέγχου των εταιρειών του ομίλου και των μητρικών τους εταιρειών, η έδρα των εταιρειών και η καταλληλότητα της συμπερίληψης στην ενοποιημένη χρηματοοικονομική πληροφόρηση. Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, οι εταιρείες έχουν υιοθετήσει πρωτόκολλα και κατευθυντήριες γραμμές διακυβέρνησης σε επίπεδο ομίλου ως εργαλείο αυτορρύθμισης της δραστηριότητας του ομίλου.